28η Οκτωβρίου 1940: Η επετειακή λειτουργία ως σηματωρός ευθύνης των διανοουμένων
«…ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ,
ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ
γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου,
ἐὰν μή σου μνησθῶ»
Ψαλμ 136, 5-6
«Ἡ ψυχή μου ζητοῦσε
σηματωρό καί κήρυκα!»
Οδυσσέας Ελύτης
Όταν περί το 431 π. Χ. αθηναϊκή πρεσβευτική αποστολή βρέθηκε στην Σπάρτη και άκουσε τις κατά του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού αιτιάσεις των Πελοποννησίων, τα μέλη της, αν βασισθούμε στο Θουκυδίδη, αφού πήραν άδεια να απευθυνθούν ενώπιον της συνέλευσης των Λακεδαιμονίων, επιβεβαίωσαν σχεδόν κυνικά τον πυρήνα της κατηγορίας. Ομολόγησαν, με άλλα λόγια, ότι πράγματι η πόλη τους, η Αθήνα, άδραξε την ιστορική ευκαιρία της ηγεμονικής ισχύος που της προσέφεραν οι συγκυρίες· πρόσθεσαν όμως κάτι που διανοίγει τον ορίζοντά θέασής μας στα ανθρωπολογικά θεμέλια του φαινομένου της εξουσίας: Οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα, όπως και οι ηγεμονικές δυνάμεις που δέσποσαν στο διάβα της ιστορίας, ακολουθούν τις αδήριτες υπαγορεύσεις της ανθρώπινης φύσης· επιδιώκουν δηλ. νομοτελειακά τη δημιουργία σφαιρών επιρροής και την ιδεοληπτική, από εκεί και πέρα, διεύρυνσή τους, επειδή ηττήθηκαν «ὑπὸ τριῶν τῶν μεγίστων: τιμῆς, δέους καὶ ὠφελείας».
Η νίκη επί των άλλων, η απόκτηση ισχύος, η άνοδος και η εξουσιαστική επιβολή στο ιστορικό-πολιτικό πεδίο προϋποθέτει μια πρωθύστερη ήττα στο υπαρξιακό /ανθρωπολογικό, την υποταγή στο πανσθενές τρίπτυχο της φιλοδοξίας, της υλικής ωφέλειας, και του φόβου: Πρόκειται για ένα κείμενο καταστατικής εγκυρότητας, που δεν εμπεριέχει μόνον το κλειδί για την κατανόηση όλου του ιστορικού έργου του Θουκυδίδη· πολύ περισσότερο, ενσωματώνει έναν απλανή κώδικα ανάγνωσης της ανθρώπινης συνθήκης στην πεπτωκυία εκδοχή της, όπως θα λέγαμε εμείς οι Θεολόγοι.
Σκέψεις σαν κι αυτές γεννιούνται «πάλιν καί πολλάκις» καθώς αναδιφεί κανείς τις δέλτους της Ιστορίας· τροφοδοτούνται ωστόσο πολύ περισσότερο κάθε φορά που το «μαρτυρολογικό» καλεντάρι του Έθνους μας δείχνει ξανά την ετήσια ανακύκληση μιας θυσιαστικής επετείου και αναρριπίζει προβληματισμούς προσωπικής και, κυρίως, συλλογικής αυτοσυνειδησίας: 28 Οκτωβρίου 1940.
Δεν αγνοώ την, ενίοτε, αβάσταγη ανία που προκαλούν οι εθνικές επέτειοι στους λιγότερο ενημερωμένους -ίσως και αμαθείς- νεοτέρους· δεν μου διαφεύγει η μελαγχολία που εμπνέουν στους παλαιότερους, καθώς ανακαλούν τα απομεινάρια μιας παρωχημένης δόξας, που ξεθώριασε σε ένα αχνό κιαροσκούρο τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ· δεν μου είναι άγνωστη, ακόμη, ούτε και η αθυμία, κάποτε ακόμη και εχθρότητα, που κάθε χρόνο ξυπνά στις καρδιές κάποιων εξ ημών, οι οποίοι -«ἀεὶ παῖδες» κατά τη σοφή ρήση των Αιγυπτίων ιερέων στο Σόλωνα- εξανίστανται για την εμμονική προσκόλληση στα άδεια κελύφη ενός ιστορικού παρελθόντος που τόσο βάναυσα εκμεταλλεύθηκε η κατ’ επάγγελμα «εθνικοφροσύνη» της μετεμφυλιακής Ελλάδος και τόσο ασύστολα αποδόμησε η μεταπολιτευτική «προοδευτικότητα»…
Όμως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα της «επετειακής λειτουργίας». Κάθε περιοδικώς ανακυκλούμενη αφορμή ιστορικής μνήμης προκαλεί δυσφορία στις σύγχρονες «κουρασμένες» κοινωνίες. Και όπως κάθε κουρασμένος οργανισμός δεν μπορεί να σηκώσει μεγάλα βάρη, έτσι και οι κοινωνίες μας δεν αντέχουν τη μνήμη, εφόσον αυτή συνεπάγεται χρέος εγρήγορσης βαρύ: «Μνήμη τοῦ λαοῦ μου, σέ λένε Πίνδο, σέ λένε Ἄθω» (Οδ. Ελύτης)…
Εξηγούμαι: Ο ελληνικός λαός ανήκει στα κατ’ εξοχήν «ιστορικά» έθνη. Όμως, σε αντίθεση με τους δύο άλλους ιστορικούς λαούς της εγγύς και μέσης Ανατολής, τον εβραϊκό και τον περσικό, πάσχει από βαριά ιστορική «κόπωση»: Αλλεργικές αντιδράσεις απέναντι στη «θεσμικότητα», εικονοκλαστική απαξίωση των «ειδημόνων», ολοκληρωτική εγκατάλειψη των «μεγάλων αφηγήσεων» (κατά το μεταμοντέρνο λεξιλόγιο ενός Λιοτάρ), αποδομητική αμφισβήτηση αξιακών κωδίκων που νοηματοδότησαν τη συλλογική βιωτή μας για αιώνες, εξαέρωση της συλλογικής μνήμης και «λήθη» του μέλλοντος λόγω εγκύστωσης σε ένα ολοένα εντεινόμενο ολοκληρωτισμό του «παρόντος», τη σύγχρονη «παραθρησκεία» που ο Φρανσουά Αρτόγκ αποκάλεσε «παροντισμό» (presentisme). Πρόκειται δηλ. για την απορρόφηση όλων των παραμέτρων της ανθρώπινης συνθήκης από ένα πεπλατυσμένο άχρονο, και εξάπαντος άριζο «παρόν».
Κι όμως, αυτή η ανελέητα εικονοκλαστική κοινωνία (αν μπορούμε να μιλάμε για κοινωνία υπό συνθήκες ακραίας «αποσπασματοποίησης» και «αχρονικότητας») υποκλίνεται αίφνης εθελόδουλα σε ένα νέο είδωλο, μέσα στο οποίο θαρρείς πως ο καθένας μας αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του: ασημαντότητα. Προσοχή όμως, δεν είναι η ασημαντότητα του «μέσου όρου», η «χρυσή μετριότητα» αλλοτινών εποχών. Είναι μάλλον η ασημαντότητα που αναδύεται μέσα από το ψυχοτρόπο μοντέλο του μαζικοκαταναλωτικού μηδενισμού.
Και είναι εδώ που η λειτουργία της επετειακής μνήμης έρχεται να προσκρούσει στα βράχια της (μηδενιστικής) αδιαφορίας και άγνοιας· ή, να λειτουργήσει ως μοχλός αναστοχαστικής ανατομίας της συλλογικής μας ύπαρξης. Εκκινώντας από αυτή ακριβώς την τελευταία, εστιάζω την παρούσα γραφή στο καίριο ερώτημα της ιστορικής και κοινωνικής ευθύνης (Πανεπιστημιακών, ερευνητών, συγγραφέων καλλιτεχνών κ.ά) έναντι της κοινωνίας με καταλύτη την επετειακή αναμόχλευση της ιστορικής αυτοσυνειδησίας μας. Με τον τρόπο αυτό επιχειρώ να αξιοποιήσω δημιουργικά την επετειακή λειτουργία της 28ης Οκτωβρίου στο μέτρο που αρνούμαι να την εγκλωβίσω στο «φανταστικό μουσείο» αζήτητων αρχαιοτήτων και επιμένω να την εκλαμβάνω ως αυτό που είναι: Διαρκές κάλεσμα αντίστασης στη λήθη, παραμόνιμη συνιστώσα νοηματοδότησης του παρόντος και διάσωσης του μέλλοντος από την ασημαντότητα.
Έρχεται έτσι στην επιφάνεια η, κατ’ εμέ, μείζων ειδοποιός διαφορά, που αντιδιαστέλλει εμφαντικά τη μοναδικότητα του ένοχου εναγκαλισμού των σύγχρονων διανοουμένων με την εξουσία από ό, τι συνέβαινε σε όλες τις προηγούμενες φάσεις της νεότερης ιστορίας μας. Θα φανεί, φρονώ, ευχερώς, ότι τούτη η διαφορά έγκειται πρωτίστως στο ότι κοινωνική συνιστώσα των διανοουμένων απώλεσε κατά την μεταπολιτευτική περίοδο σταδιακά, αλλ’ εντέλει ολοκληρωτικά, τον πολυυπόστατο χαρακτήρα της, τον οποίο προσδιόριζε εν πολλοίς αφ’ ενός η ετερογένεια της κοινωνικής καταγωγής των φορέων της καθώς και η πολλαπλότητα των οδών πρόσβασης στα εξουσιαστικά δίκτυα και αφ’ ετέρου ένα μίνιμουμ πνευματικής εντιμότητας, που ανιχνεύεται ακόμα και σε περιόδους παρατεταμένης παρακμής στις τάξεις των ανθρώπων του πνεύματος. Μια νοερή μεταφορά μας στα χρόνια της χολέρας, την περίοδο της τριπλής αξονικής κατοχής, θα συμπυκνώσει το ιστορικό πεντόσταγμα αιώνων ιστορικού βίου, αφού επιτρέπει έκγλυφα την ανάδυση στο προσκήνιο του κερματισμού των διανοουμένων υπό περιστάσεις οριακών υπαρξιακών προκλήσεων.
Έναρξη της δουλείας. Στη βαθιά πίκρα από την απώλεια ενός νικηφόρου πολέμου στα βουνά της Πίνδου έρχεται να προστεθεί η συγκρότηση δοσίλογης κυβέρνησης αποτελούμενης από μέχρι πρό τινος αξιωματικούς του μετώπου.
Και οι διανοούμενοι, και μάλιστα αυτοί που κατείχαν ακαδημαϊκές θέσεις ευθύνης; Ας επιχειρήσουμε μια αδρομερή καταγραφή. Κατά τρόπο φυσικό, μια μεγάλη μάζα, ίσως πλειοψηφική, αυτή των πολλών έμμισθων «υπαλλήλων» της γνώσης, επιλέγει μια φυτόζωη ύπαρξη στην ασφάλεια της σιωπής και της ανωνυμίας· τούτο είναι ιστορικά και ανθρωπολογικά αναμενόμενο. Αναμενόμενη όμως ήταν και ο κερματισμός των φορέων της σκέψης σε υποομάδες. Το μέτρο της διαφοράς τους ορίζεται ασφαλώς από τις διαβαθμίσεις έντασης είτε της αποδοχής είτε της απόρριψης του fait accompli. Οίκοθεν νοείται ότι οι γραμμές που ακολουθούν δεν συνιστούν ιστορική ετυμηγορία, αλλά μόνον αφορμή αναστοχασμού.
Κατά την αντίληψή μου, διαμορφώνονται γρήγορα, ούτε λίγο ούτε πολύ, πέντε υποομάδες: α) Η πρώτη επιλέγει την συμπόρευση με τον πολιτικό δοσιλογισμό ή ακόμα και άμεσα, αδιαμεσολάβητα με τον κατακτητή. Τούτο επειδή στην περίπτωσή της πρυτανεύει -αν και όχι αποκλειστικά- η φιλοδοξία, που ενίοτε ξεπερνά την ως άνω θουκυδίδεια περιγραφή της για να εγκαθιδρυθεί στην επικράτεια της χαμέρπειας. Με λύπη μου φρονώ ότι στην ομάδα αυτή πρέπει να συγκαταριθμηθεί ένα από τα πλέον δημιουργικά επιστημονικά μυαλά που δίδαξαν σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο, ο γερμανόφιλος καθηγητής Νικόλαος Λούβαρης, καθώς και ο πρωτοπόρος στον κλάδο του Κ. Λογοθετόπουλος, ο καθηγητής γυναικολογίας που ίδρυσε την Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ και χρημάτισε δεύτερος κατά σειρά «γερμανοπρωθυπουργός».
β) Η δεύτερη ομάδα υιοθετεί την ανοχή ή έστω την υποδόρια συμπόρευση είτε επειδή τρέμει την βύθισή της στη σκοτεινή χοάνη της ανωνυμίας είτε επειδή απειλείται η υλική της επιβίωση. Ίσως είναι η λιγότερο γνωστή ομάδα, μια και ο πληθωρικά θετικός προπολεμικός και μεταπολεμικός βίος των περισσοτέρων εκ των μελών της επέτρεψε ευχερώς να διολισθήσει στη λήθη η κατοχική επιλογή τους, η οποία γεννά τουλάχιστον ερωτηματικά γύρω από την ηθική ποιότητα των ελατηρίων που την προκάλεσαν. Αναφέρομαι σε μια σειρά πανεπιστημιακών δασκάλων, πεζογράφων και ποιητών, που συνεργάστηκαν με την ελληνική έκδοση του ιταλικού προπαγανδιστικού περιοδικού Quadrivio (Κουαδρίβιο) συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο αυτό, έστω έμμεσα, στην έκδοση και την προαγωγή του ιδεολογικού στόχου του… Στον ίδιο κύκλο εντάσσω και έναν αριστερό διανοούμενο και ποιητή του διαμετρήματος του Κ. Βάρναλή. Σύμφωνα με αξιόπιστη μαρτυρία της εποχής (Γ. Θεοτοκάς) εθεάθη άμα τη ενάρξει της κατοχής να συμποσιάζεται σε δεξίωση της βουλγαρικής πρεσβείας στην Αθήνα!
γ) Η τρίτη περίπτωση παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός φλύαρου και ανώδυνου «ακαδημαϊσμού». Εμφανίζεται υπό την μορφή μιας ομάδας αντιμοναρχικών (τότε) αριστερολόγων, που ενόχλησε τον κατακτητή τόσο όσο και τα ζωύφια το κέρας αφρικανικού παχυδέρμου. Στην εκδοχή αυτή λογόλεσχης κεντροαριστεράς εντάσσω τη Σοσιαλιστική Ένωση των Π. Γαρουφαλιά, Άγγελου Αγγελόπουλου κ.ά. Ο άνθρωπος όμως είναι «παμμιγές τι χρῆμα». Ας σημειωθεί, λοιπόν, ότι ο Α. Αγγελόπουλος ειδικά (πρώτος διδάκτωρ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μεγαλύτερος αδελφός των βιομηχάνων από το Βλαχόρραφτι Αρκαδίας που ίδρυσαν την Χαλυβουργική) έφτασε να συμμετάσχει ως οιονεί ταξικός εξωμότης στην κυβέρνηση του βουνού ΠΕΕΑ ως υπουργός. Δίπλα του ο Πέτρος Κόκκαλης, διαπρεπής ιατρός και μετέπειτα πολιτικός εξόριστος στο Παραπέτασμα, όπου μεταξύ άλλων ανέθρεψε με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού τον μετέπειτα πολύ ρεαλιστή επιχειρηματία γιό του, τον γνωστό εθνικό μας προμηθευτή.
δ) Τέλος η τέταρτη ομάδα, είναι αυτή της ενεργούς αντίστασης. Δίνει ως ξεχωριστή παράμετρος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα το μέτρο της συμβολής λίγων αλλά φλογερών διανοουμένων στην πολύτροπη αντίσταση του λαού μας έναντι του κατακτητή. Στους κόλπους της διαφοροποιούνται δύο ρεύματα: αυτό που εναντιώνεται ενόπλως στον κατακτητή με απώτερο στόχο την κοινωνική επανάσταση και την εγκαθίδρυση λαοκρατικού καθεστώτος μαρξιστικού γένους. Εδώ ξεχωρίζουν οι Κωνσταντίνος και Ρόζα Ιμβριώτη, ο καινοτόμος παιδαγωγός Μ. Παπαμαύρος (παρά τα ακόμη αδιευκρίνιστα σημεία της βιογραφίας του), οι Δ. Χατζής και Δ. Γληνός, αλλά και από μία άποψη ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αλ. Σβώλος. Αυτός ο τελευταίος υπήρξε ξεχωριστή περίπτωση ρομαντικού διανοούμενου με απαραγνώριστη επιστημονική συμβολή στην ελληνική συνταγματική θεωρία και έκτυπο το αποτύπωμά του στον αγώνα τους έθνους για κοινωνική απελευθέρωση, παρά την τραγικότητα της αθέλητης παγίδευσής του στα βρόχια του τριτοκοσμικής μικρόνοιας της κομμουνιστικής ηγεσίας. Το άλλο ρεύμα αντίστασης αντιτάσσεται στον κατακτητή με κεντρικό όραμα την ανανέωση του αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Δεσπόζουσες μορφές εδώ οι Π. Κανελλόπουλος και Κ. Τσάτσος κ.ά.
Δεν θα μακρύνω. Κρίνω μόνον σκόπιμο να εκδιπλώσω ένα τρίπτυχο ιστορικό δρώμενο, που διαδραματίστηκε στην καρδιά της τότε πνευματικής μας ζωής, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, κατά τη συμπλήρωση στη πρώτης επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940: Το κοντράστ των τριών σκηνών συνοψίζει υποδειγματικά τα ως άνω πέντε ρεύματα σε τρεις ιδεοτυπικά χαρακτηριστικές στάσεις έναντι της εξουσίας: α) Προμηθεϊκή αμφισβήτηση ως ορόσημο αξιοπρέπειας των διανοουμένων και του λαού που εκφράζουν, β) ρητορικά στυλιζαρισμένη κριτική που επιβάλλεται από το λαϊκό αίσθημα, και γ) επονείδιστη σύμπραξη με την αξονική εξουσία, διονυσιασμός του ραγιαδισμού με λόγιο επίχρισμα:
Πρώτη σκηνή: 27 Οκτωβρίου 1941. Οι φοιτητές της Νομικής βλέπουν έκπληκτοι την ανακοίνωση του καθ. Κ. Τσάτσου: Αύριο 28η Οκτωβρίου 1941 κωλύομαι να διδάξω! Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Τσάτσος όρθιος ενώπιον κατάμεστου ακροατηρίου στον τελευταίο όροφο της οδού Σόλωνος αντί του αναμενομένου μαθήματος φιλοσοφίας του Δικαίου ανέπτυξε το όραμά του για την ελευθερία ως τελικό στόχο της επιστήμης του Δικαίου αλλά και της Ιστορίας. Οι φοιτητές ξέσπασαν σε ενθουσιώδεις εκδηλώσεις και μερίδα εξ αυτών συνόδευσε τον καθηγητή τους ως το σπίτι του στην Κυδαθηναίων στην Πλάκα. Την επομένη θα τον αναζητήσουν ξανά στο σπίτι του, αλλά ο Τσάτσος θα έχει κρυφτεί για να διαφύγει την σύλληψη, ενώ μετ’ ου πολύ ανακοινωνόταν η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο βάσει του κατοχικού ν.δ. 33.
Δεύτερη σκηνή: 28η Οκτωβρίου 1941: ο καθηγητής του Εμπορικού Ηλίας Αναστασιάδης εισέρχεται στην αίθουσα της οδού Σίνα για την παράδοσή του· το διογκωμένο ακροατήριο απαιτεί λόγο για την επέτειο. Και ο Αναστασιάδης, μολονότι αιφνιδιάζεται, συντονίζεται με το λαϊκό παλμό και εκφέρει λόγο έμμεσα αμφισβητησιακό: «η Ελλάς ομοιάζει με τη σφαίρα, με την οποία παίζουν τα παιδιά, Όσο πιο δυνατά την κτυπούν, τόσο πιο δυνατά ανεβαίνει». Οι ζητωκραυγές αλλά και ο φόβος για τις συνέπειες υποχρέωσε τον καθηγητή να διακόψει την παράδοση.
Τρίτη σκηνή 28η Οκτωβρίου, το εσπέρας. Στον τελευταίο όροφο τη Σόλωνος, επί του μακρόστενου βάθρου ίσταται ο προμνησθείς Ν. Λούβαρης προτιθέμενος να διδάξει φιλοσοφία: η απαίτηση των φοιτητών των προλαμβάνει κοφτή: «λόγο, λόγο, λόγο, για την επέτειο». Ο Λούβαρης αδιαφορεί και επιχειρεί να αρχίσει τη διδασκαλία του. Οι φοιτητές, ενδυναμωμένοι με συναδέλφους τους και από άλλες Σχολές, επιμένουν στο αίτημά τους. Ο Λούβαρης υψώνει τα μάτια και αναφωνεί: «παρακαλώ να μου επιτρέψετε να κάμω αυτό για το οποίο ήλθαμε εδώ»! Το ακροατήριο ξεσπά πάραυτα με την κραυγή «Ζήτω η 28η Οκτωβρίου… Λόγο», αλλά ο Λούβαρης παραμένει πιστός στη… «νομιμότητα», ψελλίζοντας μάλιστα δύο λεξείδια απολογητικά της συμμετοχής τους στη δοσιλογική κυβέρνηση. Μπροστά στην επιμονή των εκτός ελέγχου πια φοιτητών του, ο Λούβαρης δηλώνει: «Αν επιμένετε θα αναγκασθώ να αποχωρήσω με το κεφάλι ψηλά, διό τι εκτελώ κατά συνείδησιν το καθήκον μου προς την πατρίδα». Πράγματι ευθυτενής και ήρεμος, αλλά μελαγχολικός, είναι αλήθεια, πέρασε με σταθερό βήμα ανάμεσα από τους φοιτητές «ὥσπερ οὐ καθηγητής, ἀλλ’ ὑποκτιτὴς», για να παραφράσουμε τον Πλούταρχο και «διαλαθὼν ὑπεχώρησε». Ήταν βέβαιος πως εκτελούσε το χρέος του προς την πατρίδα.
Η κατ’ ανάγκη σύντομη η αναφορά στο παρελθόν των σχέσεων ιντελιγκέντσιας και εξουσίας, κατά την τριπλή αξονική κατοχή, μου επιτρέπει να ορίσω αυτό που κατανοώ ως ουσιώδη διαφορά η οποία τέμνει καισαρικά την πολιτικοκοινωνική μας Ιστορία σε δύο άνισα τμήματα: από την ίδρυση της κρατικής μας οντότητας μέχρι και το 1974, η σχέση των διανοουμένων προς την εκάστοτε εξουσία, το είδος και ο βαθμός διαπλοκής ή η αντιπαλότητα προς αυτήν, παρουσιάζουν μια ευρεία παλέτα χρωματισμών που ξεκινούν από τις σκοτεινή περιοχή του φάσματος της εθελόδουλης ταύτισης (ή της συνειδητής συνοδοιπορίας) και εξικνούνται έως την πάμφωτη περιοχή της παρρησίας.
Αντιθέτως, από την Μεταπολίτευση και μετά η παλέτα φτωχαίνει αίφνης δραστικά. Την πολυχρωμία διαδέχεται το ασπρόμαυρο πεδίο που αγγίζει τα όρια ενός ιδιότυπου πνευματικού μονοφυσιτισμού. Οι διανοούμενοι ομογενοποιούνται σε βαθμό πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα και ίσως και για τα ευρωπαϊκά. Για πρώτη φορά διαμορφώνουν μια συμπαγής κοινωνική ομάδα με χαρακτηριστικά πλέον «τάξης» πλήρως ενσωματωμένης στο σύστημα εξουσίας και στενά διαπλεκόμενης με τους μηχανισμούς της: Από μια ομάδα που ταξινομικά θα μπορούσε να αναγνωριστεί παλαιότερα ως συμπαγής, αλλά κατά ουσίαν συναρθρωνόταν με χαλαρούς αρμούς ως πολυυπόστατο κοινωνικό μόρφωμα, αναδύεται μεταπολιτευτικά ένα κοινωνικό στρώμα προνομιούχων συνομιλητών, συνεργατών και τελικώς συναυτουργών του λόγου (αλλά και παρα-λόγου) της εξουσίας (νοουμένης ασφαλώς όχι με τη στενή έννοια της εκάστοτε κυβέρνησης αλλά την ευρύτερη έννοια του πλέγματος εξουσίας).
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η έκπτωση των διανοουμένων (αυτονοήτως όχι όλων ανεξαιρέτως), δηλαδή η «αποστασία» τους από το χρέος έχει ως καταγωγική προϋπόθεση την απώλεια της «διχο-στασίας» τους, την εξαφάνιση του κερματισμού που παραδοσιακά αφ’ ενός όριζε την σύμπλευσή τους με τη εξουσία, αφετέρου όμως την υπονόμευε δραστικά παρεισάγοντας την αμφισβητησιακή παράμετρο στη σχέση τους με τον Καίσαρα. Για να αποστατήσει η διανόηση έπρεπε να παύσει να διχοστατεί, έπρεπε να βρεί την «ψυχική υγεία» της δια της ταχείας ομογενοποίησής της, καταλύτης της οποία υπήρξε προεχόντως η άνομη νομή του ευρω-κρατικού χρήματος υπό την ιδεολογική συγκάλυψη που πρόσφερε η εθνοκτόνος θρησκειοποίηση της άσαρκου επινοήματος της «πολιτικής ορθότητας».
Πλήρως απαλλαγμένη από τους καταγωγικούς κερματισμούς της αναδύεται πλέον ομογενοποιημένη και άρα «σαν έτοιμη από καιρό» να ταυτιστεί με το ζιραρντιανό ομοιότυπό της, τουτέστιν την εξουσία. Πρόκειται για ταύτιση με το προαιώνιο μισητό της εμπόδιο, που αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα, και γι’ αυτό διχοστασιακά, το μυστικά λατρευτό της πρότυπο: Η γνώση συναντά την πολιτική ισχύ, ο φιλόσοφος τον βασιλιά, και τελείται επιτέλους η πολυπόθητη από τον Πλάτωνα ένωση εις «σάρκαν μίαν». Κι αν η μέχρι πρό τινος η σοβούσα σχέση αγάπης – μίσους μεταξύ γνώσης και ισχύος, διανοουμένων και εξουσίας, που συντηρούσε ο πάντοτε ενεργός μηχανισμός του μιμητικού σκανδάλου, εγγυάτο το δισυπόστατο ή και πολυυπόστατο της ιντελιγκέντσιας, είναι τώρα αυτός ο γάμος, η ολοτελής ένωση με το ποθούμενο εμπόδιο που αίρει την διχοστασία και κυρώνει την «ενυποστασία» του φιλόσοφου στον Καίσαρα και την παράλληλα αναπόφευκτη «αποστασία» του από το κοινωνικό σώμα.
Παραδόξως ο Πλάτων επιβεβαιώνεται αρνητικά, δηλ. διαψεύδεται η πρόβλεψή του την ίδια στιγμή που στοιχειοθετούνται εν τοις πράγμασι οι προκείμενές της: «ἐὰν μή… ἢ οἱ φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἢ οἱ βασιλεῖς τε νῦν λεγόμενοι,,, φιλοσοφήσωσι… καὶ τοῦτο εἰς ταυτὸν ξυμπέσῃ, δύναμὶς τε πολιτικὴ καὶ φιλοσοφία, …. οὐκ ἕστι κακῶν παῦλα ταῖς πόλεσι…». Κατ εξοχήν παγιδευμένος ανεπίγνωστα στον μιμητικό μηχανισμό του σκανδάλου της εξουσίας ο Πλάτων απέβη ευόλισθος στο πειρασμό που αρνήθηκε ο Κύριός μας Ιησούς στην έρημο. Ο Αθηναίος φιλόσοφος προανήγγειλε έτσι τον Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ: Φαντάστηκε ότι η σύμπτωση πολιτικής δυνάμεως και φιλοσοφίας θα άρει τον κερματισμό («παῦλα κακῶν»)· όντως έτσι έγινε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα· μόνον τη στιγμή που εξαφανίστηκε η διχοστασία μέσω της σύμπτωσης/ταύτισης με τον λατρευτό πρότυπο/εμπόδιο αναδύθηκε φρικώδες το τερατόμορφο είδωλο.
Ο Πλάτων ήταν τουλάχιστον ειλικρινής· γι’ αυτό και πλήρωσε με το τίμημα της αριστοκρατικής μόνωσης την επιλογή του. Οι θλιβεροί, όμως, επιγονοί του της σήμερον δεν διεκδικούν έρμα εντιμότητας, οπότε απολαμβάνουν «τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας τους». Πώς να μην παραφράσουμε τον Ουίλιαμ Μπ. Γαίητς, «Μα, Κύριε, τί θά λεγε η αφεντιά τους, αν είχε ο Πλάτωνας το βάδισμά τους;».
Είναι, εν κατακλείδι, πρόδηλο: Η επέτειος της αυτοθυσαστικής αντίστασης του ελληνικού λαού ενάντια στην πλέον ανθρωποβόρο απειλή που γνώρισε ποτέ ο κόσμος δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι ένα συμβάν της ιστορίας που εξαντλεί το νόημά του στην δεδομένη συγκυρία· πολύ περισσότερο, είναι ιστορικό γεγονός με πανανθρώπινη εμβέλεια και διαχρονική δυναμική, εφόσον μνημειώνει «ἐς ἀεὶ» την «καθολικότητα» της αξιοπρέπειας ή αυτού που εμείς στα Ρωμαίηκα ονομάζαμε κάποτε «φιλότιμο». Εντέλει, όπως επεχείρησα να υπαινιχθώ, διατηρεί μια αγέραστη επικαιρικότητα, η οποία θυμίζει σε όλους μας, πολύ δε περισσότερο σε όσους εξ ημών υπηρετούν σε ακαδημαϊκές «επάλξεις», τον χρησμό του ποιητή:
«Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες, ὅ,τι εἶστε, μὴν ξεχνᾶτε, δέν εἶστε ἀπό τἀ χέρια σας μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε καί σέ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν, θά ’ρθοῦνε, θά περάσουν. Κριτές, θά μᾶς δικάσουν οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί».
Και τώρα και πάντα, τιμή, δόξα και αιωνία μνήμη σε όσες και όσους ήλθαν, έρχονται και θα έλθουν, για να στεκόμαστε εμείς -οι πολλοί και μικροί- στα πόδια μας, πέρα από το μηδενισμό της ασημαντότητας, σε εκείνο το αναφαίρετο μερτικό φωτός που πρέπει στην πατρίδα μας…
Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος
Καθηγητής ΑΕΑ Αθηνών